-
1 помощь
-и θ.βοήθεια• αρωγή• συνδρομή• υποστήριξη• συμπαράσταση•без посторонней -и χωρίς ξένη βοήθεια•
оказать помощь βοηθώ, έρχομαι αρωγός•
взаимная помощь αλληλοβοήθεια•
звать на помощь καλώ σε βοήθεια•
медицинская помощь ιατρική βοήθεια•
скорая медицинская помощь η πρώτη ιατρική βοήθεια•
с -ью ή при -и με τη βοήθεια.
-
2 медицинский
медицинский ιατρικός· \медицинскийая помощь η ιατρική βοήθεια· \медицинскийое обслуживание η ιατρική περίθαλψη* * *медици́нская по́мощь — η ιατρική βοήθεια
медици́нское обслу́живание — η ιατρική περίθαλψη
-
3 ιατρικός
-
4 врачебный
врачебн||ыйприл ἱατρικός:\врачебныйая помощь ἡ ίατρική βοήθεια· \врачебныйая практика ἡ ἱατρική ἐξάσκηση. -
5 медицинский
медицин||скийприл ἱατρικός:\медицинскийская помощь ἡ ἱατρική βοήθεια· \медицинскийское свидетельство ἡ ἱατρική γνωμάτευση, τό πιστοποιητικό γιατροῦ· \медицинскийская сестра ἡ νοσοκόμα, ἡ ἀδελφή. -
6 врачебный
επ.ιατρικός•-ая помощь ιατρική βοήθεια•
-ая комиссия επιτροπή γιατρών•
врачебный надзор ιατρική επίβλεψη.
-
7 медицинский
επ.ιατρικός• υγιεινός•-ая помощь ιατρική βοήθεια•
медицинский институт ινστιτούτο ιατρικής•
-ие средства τα φάρμακα•
-ие работники οι υγειονομικοί•
-ое свидетельство πιστοποιητικό γιατρού.
εκφρ.- ая сестра – νοσοκόμα, αδελφή. -
8 родовспоможение
--я ουδ. ιατρική βοήθεια σε έγκυες ή λεχώνες. -
9 скорый
επ., βρ: скор, -а, -о.1. ταχύς, γοργός, γρήγορος•скорый шаг γοργό βήμα•
-ое движение γρήγορη κίνηση•
скорый поезд ταχεία αμαξοστοιχία•
он скор на работе αυτός είναι γρήγορος στη δουλειά (δουλεύει γρήγορα).
|| ανυπόμονος, βιαστικός.2. προσεχής, σύντομος•в -ом времени σύντομα, σε σύντομο χρονικό διάστημα, σε λίγο;•
до -го свидания γρήγορα ν' ανταμώσουμε.
εκφρ.- ая помощь – α) πρώτη ιατρική βοήθεια, β) το αυτοκίνητο της υγιεινής περίθαλψης ή των πρώτων βοηθειών; скорый κ. скор на ногу ελαφροπόδαρος, γοργοπόδαρος: скорый κ. скор на руку απλ. α) σβέλτος στη δουλειά, β) καβγατζής•на -ую руку – στα πρόχειρα, στα γρήγορα, στα πεταχτά. -
10 помощь
1. (содействие, поддержка) η βοήθει/α, η υποστήριξηпредлагать - προτείνω/προσφέρω τη -2. (пособие) η αρωγή, η βοήθεια, η συνδρομή, το βοήθημα, η επικουρία, η επιδότησηРусско-греческий словарь научных и технических терминов > помощь
См. также в других словарях:
βοήθεια — η (AM βοήθεια) 1. παροχή βοήθειας, συνδρομή, επικουρία 2. επικουρική στρατιωτική δύναμη 3. προστασία, στήριγμα 4. (η κλητ. ως επιφώνημα) βοήθεια τρέξτε να βοηθήσετε νεοελλ. 1. το μέσον της βοήθειας, η βοήθεια σε είδος 2. η βοήθεια σε χρήμα, η… … Dictionary of Greek
ιατρική — Η επιστήμη που μελετά τις ασθένειες και τη θεραπευτική τους αντιμετώπιση. Η ι. έχει τις απαρχές της στον πρωτόγονο άνθρωπο, όταν αυτός συνέλαβε την έννοια του φυσικού κακού από το οποίο υπέφερε και στη συνέχεια αναζήτησε και απέκτησε εμπειρικά τα … Dictionary of Greek
κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… … Dictionary of Greek
Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… … Dictionary of Greek
Γιατροί Χωρίς Σύνορα — Ανεξάρτητη ανθρωπιστική οργάνωση, που έχει σκοπό την ανθρωπιστική αλληλεγγύη, και συγκεκριμένα την παροχή ιατρικής βοήθειας οπουδήποτε υπάρχει ανάγκη, ανεξάρτητα από φυλή, θρησκεία, πολιτικές πεποιθήσεις ή φύλο. Στόχος της επίσης είναι και η… … Dictionary of Greek
έμφραγμα — Νέκρωση ενός ιστού που οφείλεται σε διακοπή ή ελάττωση της αρτηριακής αιμάτωσής του. Το αίτιο συνίσταται στην απόφραξη μιας αρτηρίας από θρόμβωση, εμβολή ή κοκκιωματώδη επεξεργασία των τοιχωμάτων της. Το έ. επέρχεται όταν η αρτηρία που έχει… … Dictionary of Greek
κάταγμα — Κάθε απροσδόκητη λύση της συνέχειας ενός οστού ή χόνδρου, οφειλόμενη στην ενέργεια μιας δύναμης (βίας) από χτύπημα ή πτώση, η οποία κατανικά την αντίσταση και την ελαστικότητα του οστού. Τα κ. διακρίνονται σε τραυματικά (που οφείλονται σε… … Dictionary of Greek
τιμωρώ — τιμωρῶ, έω, ΝΜΑ [τιμωρός] επιβάλλω τιμωρία για αξιόποινη πράξη, κολάζω νεοελλ. 1. πατάσσω, πλήττω («θα σέ τιμωρήσει ο θεός») 2. βασανίζω, ταλαιπωρώ («τί σού έκανα και μέ τιμωρείς σκληρά;») αρχ. 1. εκδικούμαι («τῷ θανάτῳ τοῡ πατρός τιμωρεῑς», Διον … Dictionary of Greek
Γκάθρι, Γούντι — (Woodrow Wilson «Woody» Guthrie,Όκεμαχ, Οκλαχόμα 1912 – Νέα Υόρκη 1967). Αμερικανός μουσικός. Υπήρξε ένας από τους βασικούς και αρχικούς εκπροσώπους της αμερικανικής φολκ μουσικής, η οποία γνώρισε την ακμή της στη δεκαετία του 1960. Το 1931… … Dictionary of Greek
καρδιοπνευμονική ανάνηψη — Τεχνική επείγουσας παροχής πρώτων βοηθειών, προκειμένου να αποκατασταθεί η αναπνοή και η κυκλοφορία σε ένα άτομο του οποίου η καρδιά σταμάτησε να χτυπά και η αναπνοή διακόπηκε. Είναι ζωτικό να αποκατασταθεί η κυκλοφορία του αίματος στον εγκέφαλο… … Dictionary of Greek
γηριατρική — Ιατρική ειδικότητα που μελετά τους παράγοντες του οργανισμού οι οποίοι προκαλούν τη γήρανση και προτείνει τρόπους για την επιβράδυνση της εμφάνισης του γήρατος και την αντιμετώπιση των ασθενειών κατά την τρίτη ηλικία. Ο Α. Καρέλ κατόρθωσε να… … Dictionary of Greek